αδιάθερμος

αδιάθερμος
ος , ον физ. теплонепроницаемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδιάθερμος" в других словарях:

  • αδιάθερμος — η, ο αυτός που δεν παρουσιάζει ανταλλαγές θερμότητας με το περιβάλλον του. Ο όρος αντικαταστάθηκε από τον όρο αδιαβατικός* …   Dictionary of Greek

  • αδιάθερμος — η, ο (φυσ.), αυτός που δεν επιτρέπει το διαμέσου του πέρασμα της θερμικής ακτινοβολίας: Ορισμένα σώματα είναι αδιάθερμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»